μπουρλότο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπουρλότο < παλαιά ιταλική burlotto[1] / βενετική burloto[1] < γαλλική brûlot < brûler < φραγκική *brōjan (καίω) < πρωτογερμανική *brōaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰerw- / *bʰrew- (βράζω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπουρλότο ουδέτερο
- μικρό πλοίο γεμάτο εκρηκτικά ή άλλες αναφλέξιμες ουσίες που χρησίμευε στην ανάφλεξη εχθρικών πλοίων
- τεχνικό παιχνίδι τράπουλας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 μπουρλότο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας