run away with
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | run away with |
γ΄ ενικό ενεστώτα | runs away with |
αόριστος | ran away with |
παθητική μετοχή | run away with |
ενεργητική μετοχή | running away with |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαrun away with (en)
- παίρνω εύκολα, κερδίζω κάτι ξεκάθαρα ή εύκολα
- ⮡ His film ran away with the most prizes.
- Η ταινία του πήρε τα περισσότερα βραβεία.
- ⮡ His film ran away with the most prizes.
Πηγές
επεξεργασία- run away with - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 643-644. ISBN 9780194325684., λήμμα: παίρνω