Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας run away with
γ΄ ενικό ενεστώτα runs away with
αόριστος ran away with
παθητική μετοχή run away with
ενεργητική μετοχή running away with

  Ετυμολογία επεξεργασία

run away with < → δείτε τις λέξεις run, away και with

  Ρήμα επεξεργασία

run away with (en)

  • παίρνω εύκολα, κερδίζω κάτι ξεκάθαρα ή εύκολα
    His film ran away with the most prizes.
    Η ταινία του πήρε τα περισσότερα βραβεία.

  Πηγές επεξεργασία