ενεστώτας run up
γ΄ ενικό ενεστώτα runs up
αόριστος ran up
παθητική μετοχή run up
ενεργητική μετοχή running up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
run up < → δείτε τις λέξεις run και up

run up (en)

  1. ανεβάζω, επιτρέπω σε ένα λογαριασμό, ένα χρέος κτλ. να φτάσει σε μεγάλο σύνολο
    ⮡  She ran up the bill.
    Ανέβασε τον λογαριασμό..
  2. ανεβάζω κάτι, ειδικά μια σημαία
    ⮡  The ran up a flag outside of their house.
    Ανέβασαν μια σημαία έξω από το σπίτι τους.