ενεστώτας run back over
γ΄ ενικό ενεστώτα runs back over
αόριστος ran back over
παθητική μετοχή run back over
ενεργητική μετοχή running back over

  Ετυμολογία

επεξεργασία
run back over < → δείτε τις λέξεις run, back και over

run back over (en)

  • γυρίζω, συζητάω ή σκέφτομαι ξανά κάτι
    ⮡  He ran back over recent events in his mind.
    Γύρισε στο μυαλό του τα τελευταία γεγονότα.