Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας run over
γ΄ ενικό ενεστώτα runs over
αόριστος ran over
παθητική μετοχή run over
ενεργητική μετοχή running over

  Ετυμολογία επεξεργασία

run over < → δείτε τις λέξεις run και over

  Ρήμα επεξεργασία

run over (en)

  • περνάω από πάνω κάποιου
    The truck ran over him.
    Το φορτηγό πέρασε από πάνω του.

  Πηγές επεξεργασία