ενεστώτας run into
γ΄ ενικό ενεστώτα runs into
αόριστος ran into
παθητική μετοχή run into
ενεργητική μετοχή running into

  Ετυμολογία

επεξεργασία
run into < → δείτε τις λέξεις run και into

run into (en)

  1. (ανεπίσημο) συναντώ τυχαία, συναπαντώ, τυχαίνω, πέφτω σε κάποιον
    ⮡  I ran into him at the park/at a party.
    Τον συνάντησα τυχαία στο πάρκο/σε ένα πάρτι.
    ⮡  I ran into an old friend.
    Έπεσε σ' έναν παλιό φίλο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη run across
  2. ρίχνω, πέφτω πάνω σε κάτι, προσκρούω, χτυπώ πάνω, κινούμενος με ορμή ή ταχύτητα
    ⮡  He ran his car into a wall.
    Έριξε το αυτοκίνητο του σ' έναν τοίχο.
    ⮡  The car ran into a tree.
    Το αυτοκίνητο έπεσε πάνω σ' ένα δέντρο.
    ⮡  The boat ran into the rocks.
    Το πλοίο έπεσε πάνω στα βράχια.
    ⮡  The two boats ran into each other.
    Τα δυο πλοία έπεσαν το 'να πάνω στ' άλλο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη crash