run into
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | run into |
γ΄ ενικό ενεστώτα | runs into |
αόριστος | ran into |
παθητική μετοχή | run into |
ενεργητική μετοχή | running into |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαrun into (en)
- (ανεπίσημο) συναντώ τυχαία, συναπαντώ, τυχαίνω, πέφτω σε κάποιον
- ⮡ I ran into him at the park/at a party.
- Τον συνάντησα τυχαία στο πάρκο/σε ένα πάρτι.
- ⮡ I ran into an old friend.
- Έπεσε σ' έναν παλιό φίλο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη run across
- ⮡ I ran into him at the park/at a party.
- ρίχνω, πέφτω πάνω σε κάτι, προσκρούω, χτυπώ πάνω, κινούμενος με ορμή ή ταχύτητα
- ⮡ He ran his car into a wall.
- Έριξε το αυτοκίνητο του σ' έναν τοίχο.
- ⮡ The car ran into a tree.
- Το αυτοκίνητο έπεσε πάνω σ' ένα δέντρο.
- ⮡ The boat ran into the rocks.
- Το πλοίο έπεσε πάνω στα βράχια.
- ⮡ The two boats ran into each other.
- Τα δυο πλοία έπεσαν το 'να πάνω στ' άλλο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη crash
- ⮡ He ran his car into a wall.
Πηγές
επεξεργασία- run into - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699, 770-771, 844. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω, ρίχνω, συναντώ