Δείτε επίσης: συναπαντῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συναπαντώ < αρχαία ελληνική συναπαντάω, συναπαντῶ[1] < συν- + ἀπαντάω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.na.panˈdo/

συναπαντώ/συναπαντάω, πρτ.: συναπαντούσα, αόρ.: συναπάντησα, παθ.φωνή: συναπαντιέμαι, π.αόρ.: συναπαντήθηκα

  • (λαϊκότροπο) συναντώ τυχαία
    ※  Σε κάποια στιγμή της περιφοράς, ο ανθοστόλιστος Επιτάφιος, με επικεφαλής του κλήρου το Μητροπολίτη, συναπαντιέται με τον εξίσου λαμπρό της Μητροπόλεως. (Τόλης Καζαντζής Αγια-Σοφιά η δεύτερη [διήγημα])

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Αναφέρεται[2] και λόγιος παθητικός ενεστώτας συναπαντώμαι αν και το ρήμα είναι λαϊκότροπο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συναπαντώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)