συναπαντώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συναπαντώ < αρχαία ελληνική συναπαντάω, συναπαντῶ[1] < συν- + ἀπαντάω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.na.panˈdo/
Ρήμα
επεξεργασίασυναπαντώ/συναπαντάω, πρτ.: συναπαντούσα, αόρ.: συναπάντησα, παθ.φωνή: συναπαντιέμαι, π.αόρ.: συναπαντήθηκα
- (λαϊκότροπο) συναντώ τυχαία
- ※ Σε κάποια στιγμή της περιφοράς, ο ανθοστόλιστος Επιτάφιος, με επικεφαλής του κλήρου το Μητροπολίτη, συναπαντιέται με τον εξίσου λαμπρό της Μητροπόλεως. (Τόλης Καζαντζής Αγια-Σοφιά η δεύτερη [διήγημα])
Σημειώσεις
επεξεργασία- Αναφέρεται[2] και λόγιος παθητικός ενεστώτας συναπαντώμαι αν και το ρήμα είναι λαϊκότροπο
Συγγενικά
επεξεργασία- συναπάντημα
- και → δείτε τη λέξη συναντώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συναπαντάω - συναπαντώ | συναπαντούσα | θα συναπαντάω - συναπαντώ | να συναπαντάω - συναπαντώ | συναπαντώντας | |
β' ενικ. | συναπαντάς | συναπαντούσες | θα συναπαντάς | να συναπαντάς | ||
γ' ενικ. | συναπαντάει - συναπαντά | συναπαντούσε | θα συναπαντάει - συναπαντά | να συναπαντάει - συναπαντά | ||
α' πληθ. | συναπαντάμε - συναπαντούμε | συναπαντούσαμε | θα συναπαντάμε - συναπαντούμε | να συναπαντάμε - συναπαντούμε | ||
β' πληθ. | συναπαντάτε | συναπαντούσατε | θα συναπαντάτε | να συναπαντάτε | συναπαντάτε | |
γ' πληθ. | συναπαντάν(ε) - συναπαντούν(ε) | συναπαντούσαν(ε) | θα συναπαντάν(ε) - συναπαντούν(ε) | να συναπαντάν(ε) - συναπαντούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συναπάντησα | θα συναπαντήσω | να συναπαντήσω | συναπαντήσει | ||
β' ενικ. | συναπάντησες | θα συναπαντήσεις | να συναπαντήσεις | συναπάντα - συναπάντησε | ||
γ' ενικ. | συναπάντησε | θα συναπαντήσει | να συναπαντήσει | |||
α' πληθ. | συναπαντήσαμε | θα συναπαντήσουμε | να συναπαντήσουμε | |||
β' πληθ. | συναπαντήσατε | θα συναπαντήσετε | να συναπαντήσετε | συναπαντήστε | ||
γ' πληθ. | συναπάντησαν συναπαντήσαν(ε) |
θα συναπαντήσουν(ε) | να συναπαντήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συναπαντήσει | είχα συναπαντήσει | θα έχω συναπαντήσει | να έχω συναπαντήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συναπαντήσει | είχες συναπαντήσει | θα έχεις συναπαντήσει | να έχεις συναπαντήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συναπαντήσει | είχε συναπαντήσει | θα έχει συναπαντήσει | να έχει συναπαντήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συναπαντήσει | είχαμε συναπαντήσει | θα έχουμε συναπαντήσει | να έχουμε συναπαντήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συναπαντήσει | είχατε συναπαντήσει | θα έχετε συναπαντήσει | να έχετε συναπαντήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συναπαντήσει | είχαν συναπαντήσει | θα έχουν συναπαντήσει | να έχουν συναπαντήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συναπαντιέμαι | συναπαντιόμουν(α) | θα συναπαντιέμαι | να συναπαντιέμαι | ||
β' ενικ. | συναπαντιέσαι | συναπαντιόσουν(α) | θα συναπαντιέσαι | να συναπαντιέσαι | ||
γ' ενικ. | συναπαντιέται | συναπαντιόταν(ε) | θα συναπαντιέται | να συναπαντιέται | ||
α' πληθ. | συναπαντιόμαστε | συναπαντιόμαστε συναπαντιόμασταν |
θα συναπαντιόμαστε | να συναπαντιόμαστε | ||
β' πληθ. | συναπαντιέστε | συναπαντιόσαστε συναπαντιόσασταν |
θα συναπαντιέστε | να συναπαντιέστε | συναπαντιέστε | |
γ' πληθ. | συναπαντιούνται | συναπαντιόνταν(ε) συναπαντιούνταν συναπαντιόντουσαν |
θα συναπαντιούνται | να συναπαντιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συναπαντήθηκα | θα συναπαντηθώ | να συναπαντηθώ | συναπαντηθεί | ||
β' ενικ. | συναπαντήθηκες | θα συναπαντηθείς | να συναπαντηθείς | συναπαντήσου | ||
γ' ενικ. | συναπαντήθηκε | θα συναπαντηθεί | να συναπαντηθεί | |||
α' πληθ. | συναπαντηθήκαμε | θα συναπαντηθούμε | να συναπαντηθούμε | |||
β' πληθ. | συναπαντηθήκατε | θα συναπαντηθείτε | να συναπαντηθείτε | συναπαντηθείτε | ||
γ' πληθ. | συναπαντήθηκαν συναπαντηθήκαν(ε) |
θα συναπαντηθούν(ε) | να συναπαντηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συναπαντηθεί | είχα συναπαντηθεί | θα έχω συναπαντηθεί | να έχω συναπαντηθεί | ||
β' ενικ. | έχεις συναπαντηθεί | είχες συναπαντηθεί | θα έχεις συναπαντηθεί | να έχεις συναπαντηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συναπαντηθεί | είχε συναπαντηθεί | θα έχει συναπαντηθεί | να έχει συναπαντηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συναπαντηθεί | είχαμε συναπαντηθεί | θα έχουμε συναπαντηθεί | να έχουμε συναπαντηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συναπαντηθεί | είχατε συναπαντηθεί | θα έχετε συναπαντηθεί | να έχετε συναπαντηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συναπαντηθεί | είχαν συναπαντηθεί | θα έχουν συναπαντηθεί | να έχουν συναπαντηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ συναπαντώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)