Δείτε επίσης: συναπαντῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

συναπαντώ/συναπαντάω, πρτ.: συναπαντούσα, αόρ.: συναπάντησα, παθ.φωνή: συναπαντιέμαι, π.αόρ.: συναπαντήθηκα

  • (λαϊκότροπο) συναντώ τυχαία
      Σε κάποια στιγμή της περιφοράς, ο ανθοστόλιστος Επιτάφιος, με επικεφαλής του κλήρου το Μητροπολίτη, συναπαντιέται με τον εξίσου λαμπρό της Μητροπόλεως. (Τόλης Καζαντζής Αγια-Σοφιά η δεύτερη [διήγημα])

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Αναφέρεται[2] και λόγιος παθητικός ενεστώτας συναπαντώμαι αν και το ρήμα είναι λαϊκότροπο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. συναπαντώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)