συναπαντιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.na.panˈdʝe.me/
Ρήμα
επεξεργασίασυναπαντιέμαι, π.αόρ.: συναπαντήθηκα
- (λαϊκότροπο) παθητική φωνή του ρήματος συναπαντώ, συναπαντάω
Άλλες μορφές
επεξεργασία- συναπαντώμαι (λόγιο)