encounter
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
encounter | encounters |
encounter (en)
- η συνάντηση, το συναπάντημα
- ⮡ The highlight of the safari was the up-close encounter with a giraffe.
- Η κορυφαία στιγμή του σαφάρι ήταν η κοντινή συνάντηση με μια καμηλοπάρδαλη.
- ⮡ The highlight of the safari was the up-close encounter with a giraffe.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | encounter |
γ΄ ενικό ενεστώτα | encounters |
αόριστος | encountered |
παθητική μετοχή | encountered |
ενεργητική μετοχή | encountering |
encounter (en)
- συναντώ, περνάω κάτι, ειδικά κάτι δυσάρεστο ή δύσκολο, ενώ προσπαθώ να κάνω κάτι άλλο
- ⮡ We’re encountering a few obstacles.
- Συναντούμε λίγα εμπόδια.
- ⮡ We’re encountering a few obstacles.
- (επίσημο) συναντώ, πέφτω πάνω σε κάποιον, ανακαλύπτω ή περνάω κάτι, ειδικά κάποιον ή κάτι νέο, ασυνήθιστο ή απροσδόκητο
- ⮡ I encountered, by chance, the very man that I was looking for.
- Συνάντησα κατά τύχη τον άνθρωπο ακριβώς που ζητούσα.
- ⮡ You don’t encounter such opportunities every day.
- Τέτοιες ευκαιρίες δεν τις συναντάς κάθε μέρα.
- ⮡ I encountered, by chance, the very man that I was looking for.