Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
encounter encounters

encounter (en)

  • η συνάντηση, το συναπάντημα
    ⮡  The highlight of the safari was the up-close encounter with a giraffe.
    Η κορυφαία στιγμή του σαφάρι ήταν η κοντινή συνάντηση με μια καμηλοπάρδαλη.
ενεστώτας encounter
γ΄ ενικό ενεστώτα encounters
αόριστος encountered
παθητική μετοχή encountered
ενεργητική μετοχή encountering

encounter (en)

  1. συναντώ, περνάω κάτι, ειδικά κάτι δυσάρεστο ή δύσκολο, ενώ προσπαθώ να κάνω κάτι άλλο
    ⮡  We’re encountering a few obstacles.
    Συναντούμε λίγα εμπόδια.
  2. (επίσημο) συναντώ, πέφτω πάνω σε κάποιον, ανακαλύπτω ή περνάω κάτι, ειδικά κάποιον ή κάτι νέο, ασυνήθιστο ή απροσδόκητο
    ⮡  I encountered, by chance, the very man that I was looking for.
    Συνάντησα κατά τύχη τον άνθρωπο ακριβώς που ζητούσα.
    ⮡  You don’t encounter such opportunities every day.
    Τέτοιες ευκαιρίες δεν τις συναντάς κάθε μέρα.