encounter
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
encounter (en)
- το συναπάντημα
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | encounter |
γ΄ ενικό ενεστώτα | encounters |
αόριστος | encountered |
παθητική μετοχή | encountered |
ενεργητική μετοχή | encountering |
encounter (en)