ενεστώτας run up against
γ΄ ενικό ενεστώτα runs up against
αόριστος ran up against
παθητική μετοχή run up against
ενεργητική μετοχή running up against

  Ετυμολογία

επεξεργασία
run up against < → δείτε τις λέξεις run, up και against

run up against (en)

  • (μεταβατικό) πέφτω, αντιμετωπίζω μια δυσκολία
    ⮡  We ran up against difficulties.
    Πέσαμε σε δυσκολίες.