διεξαχθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διεξαχθείς | η | διεξαχθείσα | το | διεξαχθέν |
γενική | του | διεξαχθέντος & διεξαχθέντα1 |
της | διεξαχθείσας & διεξαχθείσης* |
του | διεξαχθέντος |
αιτιατική | τον | διεξαχθέντα | τη | διεξαχθείσα | το | διεξαχθέν |
κλητική | διεξαχθείς | διεξαχθείσα | διεξαχθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διεξαχθέντες | οι | διεξαχθείσες | τα | διεξαχθέντα |
γενική | των | διεξαχθέντων | των | διεξαχθεισών | των | διεξαχθέντων |
αιτιατική | τους | διεξαχθέντες | τις | διεξαχθείσες | τα | διεξαχθέντα |
κλητική | διεξαχθέντες | διεξαχθείσες | διεξαχθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
- διεξαχθείς: αρχαία ελληνική διεξαχεθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος διεξάγω
Μετοχή
επεξεργασίαδιεξαχθείς, -είσα, -θέν
- (λόγιο) που έχει διεξαχθεί, έχει συμβεί, έχει λάβει χώρα, για κάτι που γίνεται συνήθως με προσπάθεια, δυσκολία
- ⮡ οι διεξαχθείσες εκλογές / έρευνες /
- ⮡ κατά τους διεξαχθέντες αγώνες
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διεξαχθείς
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- διεξαχθείς: ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαδιεξαχθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διεξάγομαι, παθητική φωνή του διεξάγω
- θα διεξαχθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διεξάγομαι, παθητική φωνή του διεξάγω