διεξάγομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διεξάγομαι < (ελληνιστική κοινή) διεξάγομαι, παθητική φωνή του ρήματος διεξάγω < διά + αρχαία ελληνική ἐξάγω < ἐξ + ἄγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.eˈksa.ɣo.me/
Ρήμα
επεξεργασίαδιεξάγομαι (ενεργητικό διεξάγω)
- γίνομαι, βρίσκομαι σε κάποια διαδικασία ολοκλήρωσης
- ≈ συνώνυμα: διενεργούμαι, επιτελούμαι, πραγματοποιούμαι
- οι Ολυμπιακοί Αγώνες διεξάγονται με λαμπρότητα
- ≈ συνώνυμα: διενεργούμαι, επιτελούμαι, πραγματοποιούμαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διεξάγομαι