Δείτε επίσης: χείμαρρος

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χίμαρος αρσενικό

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.