αεροχείμαρρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αεροχείμαρρος | οι | αεροχείμαρροι |
γενική | του | αεροχείμαρρου & αεροχειμάρρου |
των | αεροχείμαρρων & αεροχειμάρρων |
αιτιατική | τον | αεροχείμαρρο | τους | αεροχείμαρρους & αεροχειμάρρους |
κλητική | αεροχείμαρρε | αεροχείμαρροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αεροχείμαρρος < αέρας + -ο- + χείμαρρος ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) jet stream)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααεροχείμαρρος αρσενικό
- (νεολογισμός) (μετεωρολογία) (συνήθως δυτικό) ρεύμα δυνατού ανέμου σε μεγάλο υψόμετρο
- Οι επιστήμονες συμφωνούν: το κύμα πολικού ψύχους δεν σημαίνει όχι δεν έχουμε υπερθέρμανση, ούτε όμως και ότι φταίει αυτή για όλα! Η εξασθένηση ωστόσο των αεροχειμάρρων, λόγω κλιματικής αλλαγής, μάλλον μας υπόσχεται συχνότερα τουρτουρίσματα. (*)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αεροχείμαρρος