φλόγινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φλόγινος | η | φλόγινη | το | φλόγινο |
γενική | του | φλόγινου | της | φλόγινης | του | φλόγινου |
αιτιατική | τον | φλόγινο | τη | φλόγινη | το | φλόγινο |
κλητική | φλόγινε | φλόγινη | φλόγινο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φλόγινοι | οι | φλόγινες | τα | φλόγινα |
γενική | των | φλόγινων | των | φλόγινων | των | φλόγινων |
αιτιατική | τους | φλόγινους | τις | φλόγινες | τα | φλόγινα |
κλητική | φλόγινοι | φλόγινες | φλόγινα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φλόγινος < ελληνιστική κοινή φλόγινος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈflo.ʝi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλό‐γι‐νος
Επίθετο
επεξεργασίαφλόγινος, -η, -ο
- που αποτελείται από φλόγες
- που μοιάζει με φλόγα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποτελούμενος από φλόγες
|
που μοιάζει με φλόγα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φλόγινος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.