Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλογίζω αρχαία ελληνική φλογίζω

  Ρήμα επεξεργασία

φλογίζω και μεσοπαθητικό φλογίζομαι

  1. καίω, τυλίγω κάτι στις φλόγες
    Φλογιζουμε τα ορτύκια για να γίνουν φλαμπέ
  2. προκαλώ φλεγμονή
    Εφτιαξα ένα γιατροσόφι για τη φαγούρα και το άπλωσα σαν κρέμα, αλλά αντι να με ανακουφίσει, μου φλόγισε το χέρι
  3. Βιώνω έντονα συναισθήματα
    Και μια χαρά τα στήθη όλα φλογίζει (Σίλερ, Παρθένα της Ορλεάνης, μτφρ. Ι. Λάμψας)
  4. φλογίζομαι: έχω πυρετό, παίρνω τη θερμοκρασία ή το χρώμα της φλόγας
    Το μέτωπό του φλογιζόταν
    Μόλις τον κοίταξε, τα μάγουλά της φλογίστηκαν

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλογίζω < φλόξ

  Ρήμα επεξεργασία

φλογίζω

  1. καίω και μεσοπαθητικό, καίγομαι. Μεταγενέστερη έννοια (στη γλώσσα του Ευαγγελίου), αναλώνομαι

Συνώνυμα επεξεργασία