φλογισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φλογισμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του φλογίζω / φλογίζομαι
Μετοχή
επεξεργασίαφλογισμένος, -η, -ο
- φλογερός, καυτός, μέσα στις φλόγες
- που περιγράφει τοπικό ερεθισμό, οίδημα, φλεγμονή, το φλεγμαίνον
- Αχ! Είναι φλογισμένο το χέρι μου
- (μεταφορικά) που έχει διακαές πάθος, που τον φλογίζει κάτι
- Φλογισμένος από το όραμα της επανάστασης...
- Όλο το χωριό θα ριχτεί επάνω μου... θα με καίνε με τα φλογισμένα τους δάχτυλα... (Λόρκα, Το Σπιτι της Μπερνάντα Άλμπα, μετάφρ. Ν. Γκάτσος)
- που μοιάζει να έχει φλόγες
- ο φλογισμένος ουρανός
- κι ο φλογισμένος βράχος στενάζοντας θα λιώσει (Τραγουδια του Πετράρχη)