Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φλογιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φλογιστικ
ός
η
φλογιστικ
ή
το
φλογιστικ
ό
γενική
του
φλογιστικ
ού
της
φλογιστικ
ής
του
φλογιστικ
ού
αιτιατική
τον
φλογιστικ
ό
τη
φλογιστικ
ή
το
φλογιστικ
ό
κλητική
φλογιστικ
έ
φλογιστικ
ή
φλογιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φλογιστικ
οί
οι
φλογιστικ
ές
τα
φλογιστικ
ά
γενική
των
φλογιστικ
ών
των
φλογιστικ
ών
των
φλογιστικ
ών
αιτιατική
τους
φλογιστικ
ούς
τις
φλογιστικ
ές
τα
φλογιστικ
ά
κλητική
φλογιστικ
οί
φλογιστικ
ές
φλογιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φλογιστικός
<
φλογίζω
Επίθετο
επεξεργασία
φλογιστικός
που προκαλεί
φλόγωση
Συνώνυμα
επεξεργασία
πυρωτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φλογιστικός