Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φλογιστικός η φλογιστική το φλογιστικό
      γενική του φλογιστικού της φλογιστικής του φλογιστικού
    αιτιατική τον φλογιστικό τη φλογιστική το φλογιστικό
     κλητική φλογιστικέ φλογιστική φλογιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φλογιστικοί οι φλογιστικές τα φλογιστικά
      γενική των φλογιστικών των φλογιστικών των φλογιστικών
    αιτιατική τους φλογιστικούς τις φλογιστικές τα φλογιστικά
     κλητική φλογιστικοί φλογιστικές φλογιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλογιστικός < φλογίζω

  Επίθετο επεξεργασία

φλογιστικός

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία