πυρωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυρωτικός < (ελληνιστική κοινή) πυρωτικός < αρχαία ελληνική πυρόω / πυρῶ < πῦρ
Επίθετο επεξεργασία
πυρωτικός, -ή, -ό
- (σπάνιο) που έχει σχέση με την πύρωση, αναφέρεται σ' αυτή ή την προκαλεί
- (ουσιαστικοποιημένο) πυρωτικό: ποτό που σε «θερμαίνει», θερμαντικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυρωτικός < αρχαία ελληνική πυρόω / πυρῶ < πῦρ
Επίθετο επεξεργασία
πυρωτικός, -ή, -ό
- ((ελληνιστική κοινή)) (μεσαιωνική ελληνική) πυρωτικός
- Ὢ πυρωτικής φιλαργυρίας ἄσπονδε! Λήθης ὅθεν ἔτυχες, ὅτι ψυχῆς, οὐδ' ὃς ἰσοστάσιος ὁ Κόσμος, ὡς ἐδιδάχθης· ἀπογνώσει γὰρ σαυτόν, ἑβρόχισας ἀνάψας, προδότα. Φεῖσαι τῶν ψυχῶν ἡμῶν, Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ σῶσον ἡμᾶς. (Από την 9η ωδή του Κανόνος της Μεγάλης Τετάρτης)