Δείτε επίσης: φλογοκάμινος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φλογοκαμένος η φλογοκαμένη το φλογοκαμένο
      γενική του φλογοκαμένου της φλογοκαμένης του φλογοκαμένου
    αιτιατική τον φλογοκαμένο τη φλογοκαμένη το φλογοκαμένο
     κλητική φλογοκαμένε φλογοκαμένη φλογοκαμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φλογοκαμένοι οι φλογοκαμένες τα φλογοκαμένα
      γενική των φλογοκαμένων των φλογοκαμένων των φλογοκαμένων
    αιτιατική τους φλογοκαμένους τις φλογοκαμένες τα φλογοκαμένα
     κλητική φλογοκαμένοι φλογοκαμένες φλογοκαμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φλογοκαμένος < φλόγα + -ο- + καμένος

φλογοκαμένος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που έχει καεί από φλόγες
  2. (μεταφορικά) πολύπαθος, πολυβασανισμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • φλογοκαμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)