Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλόγιστρο < ή από το φλογίζω και -τρον ή από το φλογιστόν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φλόγιστρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία