↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φλόγιστρο τα φλόγιστρα
      γενική του φλόγιστρου
φλογίστρου
των φλόγιστρων
φλογίστρων
    αιτιατική το φλόγιστρο τα φλόγιστρα
     κλητική φλόγιστρο φλόγιστρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φλόγιστρο < ή από το φλογίζω και -τρον ή από το φλογιστόν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φλόγιστρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία