Δείτε επίσης: flammé, Flamme
      ενικός         πληθυντικός  
flamme flammes

  Ετυμολογία

επεξεργασία
flamme < flamma < λατινική flamma

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /flam/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

flamme (fr) θηλυκό

  1. η φλόγα
  2. κατ' αναλογία με την επιμήκη κυματιστή μορφή μιας φλόγας
    1. (ιστορία) μικρό ύφασμα με δύο αιχμές που κυμάτιζε πάνω σε μια λόγχη ή ιστό πλοίου
    2. μακρόστενη σημαία
    3. μακρύς κυματιστός αρχιτεκτονικός διάκοσμος

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

flamme (da)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

flamme (no)