φλογωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φλογωτός | η | φλογωτή | το | φλογωτό |
γενική | του | φλογωτού | της | φλογωτής | του | φλογωτού |
αιτιατική | τον | φλογωτό | τη | φλογωτή | το | φλογωτό |
κλητική | φλογωτέ | φλογωτή | φλογωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φλογωτοί | οι | φλογωτές | τα | φλογωτά |
γενική | των | φλογωτών | των | φλογωτών | των | φλογωτών |
αιτιατική | τους | φλογωτούς | τις | φλογωτές | τα | φλογωτά |
κλητική | φλογωτοί | φλογωτές | φλογωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /flo.ɣoˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλο‐γω‐τός
Επίθετο
επεξεργασίαφλογωτός, -ή, -ό
- που έχει σχέδια με φλόγες
- ※ Προτομὴ χαλκῆ σατυρίσκου, ὄπισθεν κενή, προσεκολλᾶτο δέ που πάλαι. Φορεῖ κράνος, οὖ ἡ κορυφὴ εἶναι φλογωτὸς τροχός, τὸ δὲ λοιπὸν ὠς ἐκτενισμένη κόμη, δὶς ἐζωσμένη διὰ συγκεκλωσμένων «σχοινίων», πρῶτον μὲν περὶ τὴν κορυφὴν καὶ δεύτερον χαμηλότερον, ὅπου προβάλλεται τὸ γεῖσον.
- Κεραμόπουλλος, Αντ. Δ. (1939), Ανασκαφαί και έρευναι εν τη Δυτική Μακεδονία, Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, Τόμος 93, 53-66.
- ※ Eπιτύμβιο άγαλμα λιονταριού. Kατασχέθηκε στο Mαρκόπουλο, Aττική. Συμπληρώθηκε η ουρά και το άκρο αριστερό πίσω πόδι μαζί με τμήμα της πλίνθου. Το ζώο παριστάνεται κινούμενο προς τα δεξιά πάνω σε συμφυή πλίνθο. Ως φύλακας του τάφου έχει την κεφαλή στραμμένη εμπρός και ανοίγει απειλητικά το στόμα. Xαρακτηριστική είναι η φλογωτή χαίτη και η απότομη λέπτυνση του ορθωμένου πίσω μέρους του σώματος.
- Περιγραφή έργου Κ/ΕΑΜ/A1/1131, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Ψηφιακή Συλλογή Υπουργείου Πολιτισμού
- ※ Προσπάθεια σίγουρα απαιτητική και καθ’ όλα επαινετή – από την πρώτη στιγμή κερδίζουν τον αναγνώστη οι απεικονίσεις των κτιρίων και των ποικιλώνυμων μνημείων, που έτσι όπως εμφανίζονται μπροστά μας δημιουργούν μια καλειδοσκοπική αλληλουχία ρυθμών και ύφους, ξυπνώντας μια θολή ανάμνηση από γεγονότα δραματικά που χάνονται στην αχλύ της ιστορίας: […] η είσοδος του Αρχαιολογικού Μουσείου, γοτθικού ρυθμού, με πλούσιο οξυκόρυφο φλογωτό περιθύρωμα και ορθογώνιο πλαίσιο διακοσμημένο με ανθέμια.
- Από την Πορτάρα στην «Καστελλανία» (24 Νοεμβρίου 2008), Το Βήμα
- ※ Προτομὴ χαλκῆ σατυρίσκου, ὄπισθεν κενή, προσεκολλᾶτο δέ που πάλαι. Φορεῖ κράνος, οὖ ἡ κορυφὴ εἶναι φλογωτὸς τροχός, τὸ δὲ λοιπὸν ὠς ἐκτενισμένη κόμη, δὶς ἐζωσμένη διὰ συγκεκλωσμένων «σχοινίων», πρῶτον μὲν περὶ τὴν κορυφὴν καὶ δεύτερον χαμηλότερον, ὅπου προβάλλεται τὸ γεῖσον.
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη φλέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία φλογωτός
|