φλογώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαφλογώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φλογώνω | φλόγωνα | θα φλογώνω | να φλογώνω | φλογώνοντας | |
β' ενικ. | φλογώνεις | φλόγωνες | θα φλογώνεις | να φλογώνεις | φλόγωνε | |
γ' ενικ. | φλογώνει | φλόγωνε | θα φλογώνει | να φλογώνει | ||
α' πληθ. | φλογώνουμε | φλογώναμε | θα φλογώνουμε | να φλογώνουμε | ||
β' πληθ. | φλογώνετε | φλογώνατε | θα φλογώνετε | να φλογώνετε | φλογώνετε | |
γ' πληθ. | φλογώνουν(ε) | φλόγωναν φλογώναν(ε) |
θα φλογώνουν(ε) | να φλογώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φλόγωσα | θα φλογώσω | να φλογώσω | φλογώσει | ||
β' ενικ. | φλόγωσες | θα φλογώσεις | να φλογώσεις | φλόγωσε | ||
γ' ενικ. | φλόγωσε | θα φλογώσει | να φλογώσει | |||
α' πληθ. | φλογώσαμε | θα φλογώσουμε | να φλογώσουμε | |||
β' πληθ. | φλογώσατε | θα φλογώσετε | να φλογώσετε | φλογώστε | ||
γ' πληθ. | φλόγωσαν φλογώσαν(ε) |
θα φλογώσουν(ε) | να φλογώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φλογώσει | είχα φλογώσει | θα έχω φλογώσει | να έχω φλογώσει | ||
β' ενικ. | έχεις φλογώσει | είχες φλογώσει | θα έχεις φλογώσει | να έχεις φλογώσει | ||
γ' ενικ. | έχει φλογώσει | είχε φλογώσει | θα έχει φλογώσει | να έχει φλογώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φλογώσει | είχαμε φλογώσει | θα έχουμε φλογώσει | να έχουμε φλογώσει | ||
β' πληθ. | έχετε φλογώσει | είχατε φλογώσει | θα έχετε φλογώσει | να έχετε φλογώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φλογώσει | είχαν φλογώσει | θα έχουν φλογώσει | να έχουν φλογώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία φλογώνω
|