αντιφλογιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιφλογιστικός < αντι- + φλογιστικός
Επίθετο
επεξεργασίααντιφλογιστικός, -ή, -ό
- που κατευνάζει τη φλόγα ή τον πυρετό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φλόγα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιφλογιστικός