antiphlogistique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
antiphlogistique | antiphlogistiques |
Επίθετο
επεξεργασίαantiphlogistique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
antiphlogistique | antiphlogistiques |
antiphlogistique (fr) αρσενικό ή θηλυκό