Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αφλογιστία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αφλογιστί
α
οι
αφλογιστί
ες
γενική
της
αφλογιστί
ας
των
αφλογιστι
ών
αιτιατική
την
αφλογιστί
α
τις
αφλογιστί
ες
κλητική
αφλογιστί
α
αφλογιστί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αφλογιστία
<
αρχαία ελληνική
ἀφλόγιστος
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αφλογιστία
θηλυκό
το να μην λειτουργήσει κάποιος
πυροδοτικός
μηχανισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφλογιστία
αγγλικά
:
misfire
(en)