Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοκκίνισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κοκκίνισμα
τα
κοκκινίσμα
τ
α
γενική
του
κοκκινίσμα
τ
ος
των
κοκκινισμά
τ
ων
αιτιατική
το
κοκκίνισμα
τα
κοκκινίσμα
τ
α
κλητική
κοκκίνισμα
κοκκινίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοκκίνισμα
<
κοκκινίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κοκκίνισμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
κοκκινίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοκκίνισμα
αγγλικά
:
reddening
(en)
,
blush
(en)
γαλλικά
:
rougissement
(fr)