Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κληρονομικά < κληρονομικός + < ελληνιστική κοινή κληρονομικός
Η λέξη μαρτυρείται από το 1849

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kli.ɾo.no.miˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλη‐ρο‐νο‐μι‐κά

  Επίρρημα επεξεργασία

κληρονομικά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κληρονομικά
      γενική των κληρονομικών
    αιτιατική τα κληρονομικά
     κλητική κληρονομικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κληρονομικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κληρονομικά