Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈlɛɡəsi/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

legacy (en)

  Επίθετο

επεξεργασία

legacy (en)

  1. κληρονομημένος
  2. απομεινάρι του παρελθόντος, που δεν είναι πιά σε χρήση
  3. (υλικό υπολογιστή, λογισμικό) το υλικό (hardware) ή λογισμικό (software), που έχει σταματήσει η υποστήριξή του, που είναι ξεπερασμένο

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • legacy στην αγγλική Βικιπαίδεια