αναίρετος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναίρετος < αρχαία ελληνική ἀναίρετος < ἀναιρέω
Επίθετο επεξεργασία
αναίρετος, -η, -ο
- εκείνος που δεν έχει εκλεγεί, ο μη εκλεγμένος
- εκείνος που δεν μπορεί να εκλέξει, να επιλέξει, να διαλέξει (σπάνια χρήση στη νεοελληνική)
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναίρετος
|