ενεστώτας re-elect
γ΄ ενικό ενεστώτα re-elects
αόριστος re-elected
παθητική μετοχή re-elected
ενεργητική μετοχή re-electing

  Ετυμολογία

επεξεργασία
re-elect < re- + elect

re-elect (en)

  • ξαναβγαίνω, εκλέγω κάποιον ξανά
    ⮡  The Labour candidate was re-elected to Parliament.
    Ο εργατικός υποψήφιος ξαναβγήκε βουλευτής.