re-elect
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | re-elect |
γ΄ ενικό ενεστώτα | re-elects |
αόριστος | re-elected |
παθητική μετοχή | re-elected |
ενεργητική μετοχή | re-electing |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαre-elect (en)
- ξαναβγαίνω, εκλέγω κάποιον ξανά
- ⮡ The Labour candidate was re-elected to Parliament.
- Ο εργατικός υποψήφιος ξαναβγήκε βουλευτής.
- ⮡ The Labour candidate was re-elected to Parliament.
Πηγές
επεξεργασία- re-elect - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγαίνω