↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προεκλογικός η προεκλογική το προεκλογικό
      γενική του προεκλογικού της προεκλογικής του προεκλογικού
    αιτιατική τον προεκλογικό την προεκλογική το προεκλογικό
     κλητική προεκλογικέ προεκλογική προεκλογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προεκλογικοί οι προεκλογικές τα προεκλογικά
      γενική των προεκλογικών των προεκλογικών των προεκλογικών
    αιτιατική τους προεκλογικούς τις προεκλογικές τα προεκλογικά
     κλητική προεκλογικοί προεκλογικές προεκλογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προεκλογικός < προ- + εκλογικός

  Επίθετο

επεξεργασία

προεκλογικός, -ή, -ό

  • που αναφέρεται στην περίοδο πριν από μια εκλογή και στην προσπάθεια των υποψηφίων και των κομμάτων να κερδίσουν την ψήφο των ψηφοφόρων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία