προεκλογικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προεκλογικά < προεκλογικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπροεκλογικά
- κατά την προεκλογική περίοδο, πριν από τις εκλογές
- προεκλογικά το κόμμα δεσμεύτηκε να μην επιβάλει σκληρά μέτρα, αλλά μετεκλογικά…
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προεκλογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπροεκλογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προεκλογικός