συγκαταλέγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκαταλέγω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συγκαταλέγω (αρχαία σημασία: αναφέρω μαζί) [1] → δείτε το αρχαίο λέγω στη σημασία «συλλέγω»
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siŋ.ɡa.taˈle.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκα‐τα‐λέ‐γω
- παλιότερος συλλαβισμός : συγ‐κα‐τα‐λέ‐γω
Ρήμα
επεξεργασίασυγκαταλέγω, αόρ.: συγκατέλεξα, παθ.φωνή: συγκαταλέγομαι, π.αόρ.: συγκαταλέχθηκα/συγκατελέγη3o, μτχ.π.π.: συγκαταλεγμένος
- εντάσσω, κατατάσσω κάτι σε ένα σύνολο ομοειδών πραγμάτων, διαβαθμίζοντάς το
- ⮡ τον συγκαταλέγω ανάμεσα στους καλύτερους
- ⮡ τον συγκαταλέγω στους καλύτερους
- ⮡ Συγκαταλέγεται (ανάμεσα) στα δέκα καλύτερα πανεπιστήμια, διεθνώς.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε και τις λέξεις συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω και συνυπολογίζω[2]
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ συγκαταλέγω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυγκαταλέγω
- αναφέρω ή επαναλαμβάνω ανάμεσα σε πολλά ή μαζί με κάτι άλλο
- (ελληνιστική σημασία) διορίζω επιπλέον κάποιον (όπως πρεσβευή)
- (ελληνιστική σημασία) συγκαταλέγω όπως και στα νέα ελληνικά
Σημειώσεις
επεξεργασία- η σημασία «πλαγιάζω, βάζω πλάγια» για τον τύπο συγκατέλεκτο ανήκει στον ενεστώτα συγκαταλέχω, και όχι στο συγκαταλέγω
Πηγές
επεξεργασία- συγκαταλέγω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.