Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταχωρητής εντολών < → δείτε τις λέξεις καταχωρητής και εντολή

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

καταχωρητής εντολών

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Επεξεργαστής - Εισαγωγή. Προσπέλαση 24/10/2019