μονάδα ελέγχου
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία
μονάδα ελέγχου
- (πληροφορική) βασικό κύκλωμα της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας που συντονίζει την ροή και εκτέλεση των εντολών στην αριθμητική λογική μονάδα (ALU)[1]
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μονάδα ελέγχου
Επεξεργασία
- ↑ Επεξεργαστής - Μονάδα ελέγχου. Προσπέλαση 24/10/2019