Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόλαψη < απόλαυση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απόλαψη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία