πολυταξιδεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυταξιδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πολυταξιδεύω
Μετοχή επεξεργασία
πολυταξιδεμένος
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυταξιδεμένος
|
πολυταξιδεμένος
|