πολυταξιδεμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπολυταξιδεμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πολυταξιδεμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του πολυταξιδεμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πολυταξιδεμένος