Ταξείδη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ταξείδη < γενική ενικού του αρσενικού Ταξείδης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ταξείδη θηλυκό άκλιτο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Ταξείδη αρσενικό