ταξιδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταξιδάκι | τα | ταξιδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ταξιδάκι | τα | ταξιδάκια |
κλητική | ταξιδάκι | ταξιδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταξιδάκι < ταξίδι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταξιδάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του ταξίδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταξιδάκι
|