Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική matka matki
γενική matki matek
δοτική matce matkom
αιτιατική mat matki
οργανική mat matkami
τοπική matce matkach
κλητική matko matki

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

matka (pl) θηλυκό

  1. η μητέρα ως συγγενής και ως τίτλος μοναστικός
  2. η μάνα στα χαρτοπαίγνια

Εκφράσεις επεξεργασία

  • powtarzanie jest matką wiedzy - (η επανάληψη είναι η μητέρα της γνώσης) η επανάληψη είναι μήτηρ πάσης μαθήσεως

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία



Σλοβακικά (sk) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

matka (sk)



Τσεχικά (cs) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

matka (cs)



Φινλανδικά (fi) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

matka (fi)