matka
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | matka | matki |
γενική | matki | matek |
δοτική | matce | matkom |
αιτιατική | matkę | matki |
οργανική | matką | matkami |
τοπική | matce | matkach |
κλητική | matko | matki |
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
matka (pl) θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασία- powtarzanie jest matką wiedzy - (η επανάληψη είναι η μητέρα της γνώσης) η επανάληψη είναι μήτηρ πάσης μαθήσεως