matka
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | matka | matki |
γενική | matki | matek |
δοτική | matce | matkom |
αιτιατική | matkę | matki |
οργανική | matką | matkami |
τοπική | matce | matkach |
κλητική | matko | matki |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
matka (pl) θηλυκό
Εκφράσεις επεξεργασία
- powtarzanie jest matką wiedzy - (η επανάληψη είναι η μητέρα της γνώσης) η επανάληψη είναι μήτηρ πάσης μαθήσεως
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Σλοβακικά (sk) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
matka (sk)
Τσεχικά (cs) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
matka (cs)
Φινλανδικά (fi) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
matka (fi)