πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική matka matki
γενική matki matek
δοτική matce matkom
αιτιατική mat matki
οργανική mat matkami
τοπική matce matkach
κλητική matko matki

Ουσιαστικό

επεξεργασία

matka (pl) θηλυκό

  1. η μητέρα ως συγγενής και ως τίτλος μοναστικός
  2. η μάνα στα χαρτοπαίγνια

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • powtarzanie jest matką wiedzy - (η επανάληψη είναι η μητέρα της γνώσης) η επανάληψη είναι μήτηρ πάσης μαθήσεως

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

matka (sk)