mama
Βοσνιακά (bs)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
mama (bs)
Καταλανικά (ca)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
mama (ca)
Παπιαμέντο (pap)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
mama
Πολωνικά (pl)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
mama (pl) θηλυκό
- η μαμά