Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταξιδευτής οι ταξιδευτές
      γενική του ταξιδευτή των ταξιδευτών
    αιτιατική τον ταξιδευτή τους ταξιδευτές
     κλητική ταξιδευτή ταξιδευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταξιδευτής < ταξιδεύω + -τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταξιδευτής αρσενικό (θηλυκό: ταξιδεύτρα & ταξιδεύτρια)

  1. οποιοσδήποτε ταξιδεύει
  2. ο ταξιδιώτης, κυρίως αυτός που ταξιδεύει από επιθυμία να γνωρίσει νέους τόπους και αγάπη για την περιπέτεια
  3. (μεταφορικά) ποιητική έκφραση για τα αποδημητικά πουλιά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία