Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταξιδιωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ταξιδιωτικ
ός
η
ταξιδιωτικ
ή
το
ταξιδιωτικ
ό
γενική
του
ταξιδιωτικ
ού
της
ταξιδιωτικ
ής
του
ταξιδιωτικ
ού
αιτιατική
τον
ταξιδιωτικ
ό
την
ταξιδιωτικ
ή
το
ταξιδιωτικ
ό
κλητική
ταξιδιωτικ
έ
ταξιδιωτικ
ή
ταξιδιωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ταξιδιωτικ
οί
οι
ταξιδιωτικ
ές
τα
ταξιδιωτικ
ά
γενική
των
ταξιδιωτικ
ών
των
ταξιδιωτικ
ών
των
ταξιδιωτικ
ών
αιτιατική
τους
ταξιδιωτικ
ούς
τις
ταξιδιωτικ
ές
τα
ταξιδιωτικ
ά
κλητική
ταξιδιωτικ
οί
ταξιδιωτικ
ές
ταξιδιωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταξιδιωτικός
<
ταξιδιώτης
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ταξιδιωτικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με
ταξίδι
, αναφέρεται σ’ αυτό, συμβάλλει σ’ αυτό ή είναι κατάλληλος γι’ αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ταξίδι
και
τάξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταξιδιωτικός
αγγλικά
:
travel
(en)
γαλλικά
:
voyageur
(fr)
, de
voyage
(fr)
πολωνικά
:
podróżny
(pl)
τσεχικά
:
cestovní
(cs)