Ετυμολογία

επεξεργασία
συνοδεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος συνοδεύω

συνοδεύομαι, π.αόρ.: συνοδεύτηκα/συνοδεύθηκα, μτχ.π.π.: συνοδευμένος, (ενεργ.: συνοδεύω)

  • με συνοδεύουν
    Ο λόγος του πρωθυπουργού αυτή τη φορά δεν συνοδεύτηκε από χειροκροτήματα