↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνοδευμένος η συνοδευμένη το συνοδευμένο
      γενική του συνοδευμένου της συνοδευμένης του συνοδευμένου
    αιτιατική τον συνοδευμένο τη συνοδευμένη το συνοδευμένο
     κλητική συνοδευμένε συνοδευμένη συνοδευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνοδευμένοι οι συνοδευμένες τα συνοδευμένα
      γενική των συνοδευμένων των συνοδευμένων των συνοδευμένων
    αιτιατική τους συνοδευμένους τις συνοδευμένες τα συνοδευμένα
     κλητική συνοδευμένοι συνοδευμένες συνοδευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνοδευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συνοδεύω

συνοδευμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία