αγγέλιασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγγέλιασμα < αγγελιάζομαι + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγγέλιασμα ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) το να βλέπω τον άγγελο του επικείμενου θανάτου μου
- (λογοτεχνικό) το ψυχορράγημα
- (μεταφ.) η μεγάλη κόπωση, η εξάντληση
Συγγενικά
επεξεργασία- αγγελιάζομαι
- → δείτε τη λέξη άγγελος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγέλιασμα
|