ψυχορράγημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψυχορράγημα < μεσαιωνική ελληνική ψυχορράγημα < αρχαία ελληνική ψυχορραγέω / ψυχορραγῶ < ψυχή + ῥήγνυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψυχορράγημα ουδέτερο
- το ψυχομάχημα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψυχορράγημα
|